καταδαπανῶ — καταδαπανάω squander pres imperat mp 2nd sg καταδαπανάω squander pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταδαπανάω squander pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταδαπανάω squander pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καταδαπανάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναλίσκω — Α καταδαπανώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαναλίσκω «καταδαπανώ»] … Dictionary of Greek
εξαναλίσκω — ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [αναλίσκω] 1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.) 2. εξαντλώ, φθείρω («[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.) 3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταδαπανητικός — ή, ό (Α καταδαπανητικός, ή, όν) [καταδαπανώ] αυτός που έχει τάση να ξοδεύει πολύ, ο σπάταλος νεοελλ. αυτός από τον οποίο προκαλούνται μεγάλες δαπάνες … Dictionary of Greek
καταισιμώ — καταισιμῶ, όω (Α) [καταίσιμος] 1. καταδαπανώ 2. πίνω εντελώς … Dictionary of Greek
καταμωραίνω — (Α) 1. καταστρέφω από κουταμάρα, καταδαπανώ σε ανόητα έργα («οὐδεὶς τὰ πατρῷα κατεδήδοκεν οὐδὲ κατεμώρανεν», Αντιφάν.) 2. κάνω κάποιον εντελώς ανόητο … Dictionary of Greek
καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… … Dictionary of Greek
καταχωρίζω — (AM καταχωρίζω) γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο» β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ) νεοελλ. δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδα μσν. 1.… … Dictionary of Greek
κενώνω — (Α κενῶ, όω, και επικ. τ. κεινόω, Μ κενώνω) [κενός] κάνω κάτι κενό, αδειάζω, χύνω νεοελλ. μσν. μεταγγίζω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρω μσν. 1. τρέχω, κυλώ 2. εξαντλώ, καταδαπανώ μσν. αρχ. αφήνομαι κενός, μένω άδειος αρχ. 1. εγκαταλείπω κάποιο… … Dictionary of Greek